μέσφ'

μέσφ'
μέσφα , μέσφα
until
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μέσφα — μέσφα, και άλλ. επικ. τ. μέσφι, αρκαδ. τ. μέστε, και δωρ. τ. μέστα, θεσσ. τ. μές (Α) επίρρ. 1. μέχρι, έως («μέσφ ἠοῡς», Ομ. Ιλ.) 2. (πριν από το ὅτε, με αόρ. οριστ.) μέχρις ότου, ωσότου 3. (χωρίς το ὅτε, ως σύνδ., με οριστ. ή υποτ.) έως («μέσφ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”